- αμπόλιαστος
- η , ο1) непривитый (о дереве); 2) мед. не сделавший прививки; 3) не заразившийся, не заболевший (заразной болезнью)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμπόλιαστος — (I) η, ο [μπολιάζω] 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν εμβολιάστηκε ακόμη 2. (για δέντρα) αυτό που δεν εμβολιάστηκε, δεν ενοφθαλμίστηκε. (II) η, ο [μπόλια] (κυρίως για γυναίκες) αυτή που δεν φοράει μπόλια, κάλυμμα στο κεφάλι … Dictionary of Greek
αμπόλιαστος — η, ο 1. αυτός που δεν μπολιάστηκε (για δέντρα και ανθρώπους): Αρκετές αγριελιές ήταν αμπόλιαστες. – Ήταν αμπόλιαστη και δεν μπορούσε να ταξιδέψει. 2. αυτός που δεν προσβλήθηκε από κάποιο μικρόβιο: Ο τύφος είχε ρίξει κάτω όλους τους δικούς της·… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκεντρος — η, ο (Α ἄκεντρος, ον) αυτός που δεν έχει κεντρί «κηφῆνας... ἀκέντρους» (Πλάτ. Πολιτ. 552c), ή κόκορας που δεν έχει πλήκτρο στο πόδι (Αθήν. 655e), ή θάμνος που δεν έχει αγκάθια (Φίλων 2, 91), ή άλογο που δεν αισθάνεται το τρύπημα τού σπιρουνιού… … Dictionary of Greek
ακέντριστος — η, ο (Α ἀκέντριστος, ον) [κεντρίζω] 1. αυτός που δεν είναι κεντρωμένος, ο αμπόλιαστος (αποδίδεται σε δέντρα) 2. όποιος δεν έχει δεχτεί κέντρισμα, τρύπημα με αιχμηρό όργανο 3. εκείνος που δεν έχει εξαγριωθεί, δεν έχει ερεθιστεί … Dictionary of Greek
ακέντρωτος — η, ο [κεντρωτός] 1. αυτός που δεν τόν έχουν κεντρίσει, δεν τόν έχουν τρυπήσει με κεντρί 2. ο ακέντριστος, ο αμπόλιαστος … Dictionary of Greek
ανεμβολίαστος — η, ο μη εμβολιασμένος, αμπόλιαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εμβολιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ώρα] … Dictionary of Greek
ανεμβολίαστος — η, ο αμπόλιαστος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)